- διαυγείας
- διαυγείᾱς , διαύγειαtranslucencyfem acc plδιαυγείᾱς , διαύγειαtranslucencyfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TECATA — pluraliter apud Veteres erant vel plana, vel fastigata. Et quidem in Graecia, Asiaque, imo toto pene Oriente, aedium privatarum tecta plana fiebant: aedes vero sacrae habebant culmen et fastigium, quod ἀετὸν et ἀετωμα Graeci, atque inde πτερύγια… … Hofmann J. Lexicon universale
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
ανάνηψη — Σειρά θεραπευτικών μέσων με σκοπό την αποκατάσταση της αναπνευστικής λειτουργίας, όταν προς στιγμήν αναστέλλεται σε ένα άτομο που έχει πάθει ασφυξία από πνιγμονή, κρανιακό τραύμα, δηλητηρίαση από ναρκωτικά ή σε ένα ασφυκτικό νεογνό. Η α. αποτελεί … Dictionary of Greek
αναθόλωση — η (Α ἀναθόλωσις) [ἀναθολῶ] νεοελλ. η εκ νέου απώλεια της διαύγειας, ξαναθόλωμα αρχ. θόλωμα … Dictionary of Greek
βραχνάδα — Αλλοίωση της φωνής, κατά την οποία χάνει τη συνήθη χροιά και το ύψος του ήχου της. Συναντάται συχνότερα σε παθήσεις των φωνητικών χορδών, όπως οι λαρυγγίτιδες και οι νεοπλασίες, αλλά ενδέχεται να οφείλεται και σε βλάβη του παλίνδρομου νεύρου, που … Dictionary of Greek
διάλειμμα — το (AM διάλειμμα, ατος) [διαλείπω] (για χρόνο) προσωρινή παύση, προσωρινή διακοπή, ανάπαυλα νεοελλ. 1. (για σχολεία) διακοπή, ανάπαυλα ανάμεσα σε δύο μαθήματα 2. (σε θέατρο) χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο πράξεις 3. φρ. «κατά διαλείμματα» με… … Dictionary of Greek
διαύγεια — (ΑΝ) και διαυγία, η (Α) 1. διαφάνεια, καθαρότητα, ορατότητα («διαύγεια ατμόσφαιρας») 2. σαφήνεια, ευκρίνεια («διαύγεια πνεύματος» «) αρχ. τρύπα απ όπου περνά το φως, φεγγίτης («κοντὰ δὲ μέσην τὴν ὀροφὴν (τῶν οἰκιῶν) ἀπολελειμμένης διαύγειας»,… … Dictionary of Greek
θάμπωμα — το [θαμπώνω] 1. θάμβος, συσκότιση, κατάπληξη 2. απώλεια στιλπνότητας ή διαύγειας, θόλωμα 3. μείωση τής όρασης … Dictionary of Greek
θαμπός — και θαμβός, ή, ό (Μ θαμβός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που έχει θολή επιφάνεια, αυτός που έχει υποστεί απώλεια ή μείωση τής στιλπνότητας ή τής διαύγειας του («θαμπός καθρέφτης») 2. αυτός που δεν διακρίνεται με σαφήνεια («θαμπή εικόνα») 3. (για την… … Dictionary of Greek
θολάδα — η [θολός] 1. θολότητα, θολούρα, έλλειψη διαύγειας ή διαφάνειας, απουσία λαμπρότητας ή καθαρότητας 2. μτφ. (για πρόσ.) ζάλη, σκοτούρα, θαμπωμάρα, θάμπωμα … Dictionary of Greek